- ακούρσευτος
- -η, -οαυτός που δε διαρπάχτηκε από κουρσάρους, αλεηλάτητος: Οι πειρατές λίγα νησιά του Αιγαίου είχαν αφήσει ακούρσευτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακούρσευτος — η, ο [κουρσεύω] αυτός που δεν κουρσεύτηκε, δεν λεηλατήθηκε από κουρσάρους, πειρατές 2. αυτός που δεν έχει υποστεί λεηλασία … Dictionary of Greek